- σαγιάκι
- τό1) грубошёрстная ткань; грубое домотканое сукно; 2) деревенское полупальто (мужское)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαγιάκι — το, Ν 1. είδος χονδρού μάλλινου υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται κυρίως οι κάπες και οι κουβέρτες τών χωρικών 2. είδος κοντού ενδύματος τών χωρικών που κατασκευάζεται από αυτό το ύφασμα, αλλ. σαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sayak] … Dictionary of Greek
σαγιάκι — το και σαγιάτσι,το (λ. τουρκ.) 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα. 2. γυναικείο ένδυμα, σεγκούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαγιάς — ο, Ν είδος επενδύτη τών χωρικών που κατασκευάζεται από χονδρό ύφασμα, αλλ. σαγιάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sayak «χοντρό ύφασμα» (πρβλ. και σαγιάκι)] … Dictionary of Greek
σαγιακένιος — και σαγιακήσιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από σαγιάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγιάκι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
σάγισμα — το, ΝΜ, και σάισμα Ν κομμάτι από σαγιάκι που επιστρώνεται στη ράχη τών υποζυγίων ή χρησιμοποιείται ως κλινοσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγίον < σάγος «χοντρός μανδύας»] … Dictionary of Greek
saia — SAIÁ1, saiele, s.f. Aţă pentru însăilat; p. ext. cusătură provizorie, cu împunsături rare; şular. [pr.: sa ia] – et. nec. cf. î n s ă i l a . Trimis de LauraGellner, 17.07.2004. Sursa: DEX 98 SAIÁ2, saiele, s.f. (reg.) Adăpost (improvizat)… … Dicționar Român